Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αμάθεια

  • 1 αμάθεια

    [аматиа] ουσ. Θ. неграмотность, незнание, неопытность,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμάθεια

  • 2 невежественность

    Русско-греческий словарь > невежественность

  • 3 неграмотность

    негра́мотн||ость
    ж
    1. ἡ ἀγραμματωσύ-νη·
    2. перен (в чем-л.) ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀγνοια:
    политическая \неграмотность ἡ πολιτική ἀγραμ-ματωσύνη, ἡ πολιτική ἀμάθεια.

    Русско-новогреческий словарь > неграмотность

  • 4 тьма

    θ.
    1. σκοτάδι, σκότος•

    тьма ночи το σκοτάδι της νύχτας•

    погрузиться во тьму βυθίζομαι στο σκοτάδι•

    во тьме στο σκοτάδι•

    нависла тьма έπεσε το σκοτάδι.

    2. αμάθεια, αμορφωσιά, καθυστέρηση•

    ученье тьма свет, а неученье тьма - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια είναι σκοτάδι.

    θ. παλ. δέκα χιλιάδες. || πλήθος, σωρεία•

    тьма народу πλήθος λαού•

    тьма дел σωρεία υποθέσεων.

    εκφρ.
    тьма (тьмы) тема)παλ. εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα•
    тьма тьмушая – (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός•
    у меня знакомых —тьмущая – έχω ένα σωρό γνωστούς.

    Большой русско-греческий словарь > тьма

  • 5 безграмотность

    1. (неграмотность) η αγραμματοσύνη, ο αναλφαβητισμός 2. (невежественность) η αμάθεια.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безграмотность

  • 6 безграмотиость

    безграмоти||ость
    ж
    1. ἡ ἀγραμματωσύνη / ἡ ἡμιμάθεια, ἡ μισομάθεια (малограмотность);
    2. перен (невежественность) ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀγνοια.

    Русско-новогреческий словарь > безграмотиость

  • 7 глубокий

    глубок||ий
    прил в разн. знач. βαθύς:
    \глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > глубокий

  • 8 закоснеть

    закоснеть
    сов (погрязнуть) βυθίζομαι, βουλιάζω:
    \закоснеть в невежестве βουλιάζω στήν ἀμάθεια.

    Русско-новогреческий словарь > закоснеть

  • 9 невежество

    невежест||во
    с ἡ ἀγραμ-Ι-οτωσυνη, ἡ ἀμάθεια.

    Русско-новогреческий словарь > невежество

  • 10 непроходимая

    непроходи́м||ая
    грязь ἀδιάβατη λάσπη· 2.:
    \непроходимаяая глу́пость ἀφάνταστη βλακεία, ἡ κουταμάρα μέ πατέντα· \непроходимаяое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \непроходимаяый дурак ἕνας βλάκας καί μισός.

    Русско-новогреческий словарь > непроходимая

  • 11 расписываться

    расписываться
    несов
    1. (подписываться) ὑπογράφω, βάζω ὑπογραφή:
    \расписываться в получении ὑπογράφω δτι παρέλαβά \расписываться в счете δίδω ἐξοφλητικόν
    2. (регистрировать брак) καταγράφομαι εἰς τό ληξι-αρχεῖον ◊ \расписываться в своей беспомощи́ости ὁμολογώ (или ἀναγνωρίζω) τήν ἀνικανότητα μου· \расписываться в собственном невежестве παραδέχομαι τήν ἀμάθεια μου.

    Русско-новогреческий словарь > расписываться

  • 12 темнота

    темнот||а
    ж
    1. (мрак) τό σκοτάδι, τό σκότος:
    с наступлением \темнотаы οταν σκοτεινιάσει, οταν βραδιάσει· какая тут \темнота! τί σκοτεινά πού εἶναι ἐδῶ!·
    2. (невежество) ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀγραμματωσύνη.

    Русско-новогреческий словарь > темнота

  • 13 невежество

    [νιβιέζυστβα] ουσ. ο. αμάθεια

    Русско-греческий новый словарь > невежество

  • 14 невежество

    [νιβιέζυστβα] ουσ ο αμάθεια

    Русско-эллинский словарь > невежество

  • 15 безграмотность

    θ.
    1. αγραμματοσύνη, αναλφαβητισμός.
    2. μτφ. αμάθεια, άγνοια, αμορφωσιά.

    Большой русско-греческий словарь > безграмотность

  • 16 закоснеть

    ρ.σ. βυθίζομαι, περιπίπτω (σε κάτι δεινό, θλιβερό)•

    закоснеть в невежество βυθίζομαι στην αμάθεια (αμορφωσιά).

    || παύω να αναπτύσσομαι, να εξελίσσομαι• μαραζώνω.

    Большой русско-греческий словарь > закоснеть

  • 17 извлечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. извлк
    -екла, -екло, μτχ. παρλθ. χρ. извлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извлеченный, βρ: -чен, -чена, -о
    ρ.σ.μ.
    βγάζω•

    извлечь осколок из раны βγάζω το θραύσμα από την πληγή•

    извлечь сок из растений βγάζω χυμό από τα φυτά•

    извлечь народа из невежества βγάζω το λαό από την αμάθεια•

    извлечь урок из событий βγάζω δίδαγμα από τα γεγονότα•

    извлечь пользу έχω όφελος•

    извлечь выгоду1 βγάζω κέρδος.

    εκφρ.
    извлечь квадратный корень – βγάζω τετραγωνική ρίζα.
    βγαίνω, εξάγομαι•

    пуля легко -клась из раны η σφαίρα εύκολα βγήκε από την πληγή.

    Большой русско-греческий словарь > извлечь

  • 18 круглый

    επ., βρ: кругл, кругла, кругло;
    1. στρογγυλός•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    -ая шляпа στρογγυλό καπέλο.

    || πλήρης, γεμάτος• χοντρός•

    круглый мужчина γεμάτος άντρας•

    -ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.

    2. ολόκληρος, όλος•

    круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•

    круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•

    -ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.

    3. πλήρης• μεγάλης ολκής•

    -дурак πέρα για πέρα βλάκας•

    -ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).

    εκφρ.
    отличный
    -ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• -
    -ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•
    -ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•
    круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•
    за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•
    делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•
    учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια).

    Большой русско-греческий словарь > круглый

  • 19 невежественность

    θ.
    αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > невежественность

  • 20 невежество

    ουδ.
    1. αμορφωσιά, αμάθεια, αγραμματοσύνη.
    2. συμπεριφορά απρεπής, ανάρμοστη.

    Большой русско-греческий словарь > невежество

См. также в других словарях:

  • Ἀμαθείᾳ — Ἀμαθείᾱͅ , Ἀμάθεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμάθεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάθεια — η έλλειψη γνώσεων, απαιδευσία: Για τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες κύρια αιτία είναι η αμάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμαθείας — Ἀμαθείᾱς , Ἀμάθεια fem acc pl Ἀμαθείᾱς , Ἀμάθεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαθείαις — Ἀμάθεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμάθειαν — Ἀμάθεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Amathéa — AMATHÉA, æ, Græc. Ἀμάθεια, ας, (⇒ Tab. III.) eine von des Nereus und der Doris 50 Töchtern, oder den so genannten Nereiden. Homer. Il. Σ v. 48. Sie wird lateinisch auch Amathia ausgesprochen, fälschlich aber Aemathéa, genannt. Muncker. ad Hygin.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άγνοια — ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) [ἀγνοῶ] έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια αρχ. 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια 2. φρ. «ὑπ ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον …   Dictionary of Greek

  • αήθεια — ἀήθεια και ία, η (Α) [ἀήθης] 1. το καινούργιο και ασυνήθιστο, η ιδιορρυθμία μιας κατάστασης 2. απειρία, αμάθεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»